- φθοροβενζόλιο
- το, Νχημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, φθοριωμένο παράγωγο τού βενζολίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluorobenzene < fluor «φθόριο» + benzene (βλ. βενζόλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθοριο- — και φθορο Ν χημ. πρόθημα το οποίο δηλώνει την παρουσία φθορίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. φθοροβενζόλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. fluo / fluor(o) / fluori] … Dictionary of Greek